- βραχόρεμα
- τοχείμαρρος που κυλά ανάμεσα σε βραχώδη υψώματα, φαράγγι με χείμαρρο: Πολλές φορές πηγαίναμε βόλτα στο βραχόρεμα πίσω απ’ το χωριό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.